χαλκόλιθος

χαλκόλιθος
ο / χαλκόλιθος, -ον, ΝΜ
νεοελλ.
1. (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ουρανιοφωσφορικού ορυκτού τορβερνίτης
2. (μεταλλ.) ακατέργαστο συσσωμάτωμα σουλφιδίων χαλκού, σιδήρου και νικελίου, σχηματιζόμενο μέσω πυρομεταλλουργικής επεξεργασίας θειούχων μεταλλευμάτων και υποβαλλόμενο σε περαιτέρω επεξεργασίες απομόνωσης τών περιεχόμενων μετάλλων
μσν.
αποτελούμενος από λίθο που περιέχει χαλκό («καὶ πέμπειν εἰς χαλκόλιθον χαλκοβαρῆ μελίαν», Κ Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + λίθος (πρβλ. χρυσό-λιθος). Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. chalcolite].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαλκολίθου — χαλκόλιθος copper ore masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • τορβερνίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ένυδρο ουρανιοφωσφορικό ορυκτό τού χαλκού, το οποίο είναι ένα από τα κύρια ορυκτά τού ουρανίου, αλλ. χαλκόλιθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. torbernite, από το όν. τού Σουηδού χημικού Torbern Ο. Bergman] …   Dictionary of Greek

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκοουρανίτης — ο, Ν (ορυκτ.) άλλη ονομασία τού ουρανιοφωσφορικού ορυκτού τορβερνίτης, αλλ. χαλκόλιθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. cuprouranite < cupro (< cuprum «χαλκός») + uranite (βλ. ουρανίτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”